- εὐσκώμμων
- εὐσκώμμων, ον, gen. ονος, ([etym.] σκῶμμα)A of ready wit, esp. in bantering or repartee, Poll.5.161, Lib.Decl.15.25. Adv. -
μόνως Poll.5.161
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μόνως Poll.5.161
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευσκώμμων — εὐσκώμμων, ον (Α) επιδέξιος στους αστεϊσμούς ή στις απαντήσεις, ετοιμόλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκώμμων (< σκώμμα «αστεϊσμός»), πρβλ. πολυ σκώμμων, φιλο σκώμμων] … Dictionary of Greek
εὐσκώμμων — of ready wit masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσκωμμόνως — εὐσκώμμων of ready wit adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσκωμμοσύνη — εὐσκωμμοσύνη, ἡ (Α) [ευσκώμμων] ετοιμότητα, επιδεξιότητα σε σκώμματα ή σε ανταπαντήσεις … Dictionary of Greek